- αβλέφαρος
- -η, -οαυτός που δεν έχει βλέφαρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβλέφαρος — (ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10 12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8 10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη… … Dictionary of Greek
ἀβλεφάρους — ἀβλέφαρος without eyebrows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek